- ξεστυλώνω
- μετ. снимать столб, подпорку;
ξεστυλώνομαι — физически истощаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεστυλώνομαι — физически истощаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεστυλώνω — 1. αφαιρώ τον στύλο που στηρίζει κάτι 2. (το μέσ.) ξεστυλώνομαι μτφ. εξαντλούμαι, είμαι εξαντλημένος σωματικώς από πείνα, από έλλειψη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στυλώνω] … Dictionary of Greek