ξεστυλώνω

ξεστυλώνω
μετ. снимать столб, подпорку;

ξεστυλώνομαι — физически истощаться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεστυλώνω" в других словарях:

  • ξεστυλώνω — 1. αφαιρώ τον στύλο που στηρίζει κάτι 2. (το μέσ.) ξεστυλώνομαι μτφ. εξαντλούμαι, είμαι εξαντλημένος σωματικώς από πείνα, από έλλειψη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στυλώνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»